- διάφερε
- διαφέρωcarry overpres imperat act 2nd sgδιαφέρωcarry overimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάφερ' — διάφερε , διαφέρω carry over pres imperat act 2nd sg διάφερε , διαφέρω carry over imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρεν — διαφέρε̄ν , διαφέρω carry over pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
συμπολιτεία — Μορφή συνένωσης δύο ή περισσότερων πόλεων στην αρχαία Ελλάδα, σημαντικότερες από τις οποίες ήταν η Αιτωλική και η Αχαϊκή. Η σ. παρουσίαζε αρκετές αντιστοιχίες προς τη σημερινή ομοσπονδία κρατών, και διάφερε από την αμφικτιονία και από το κοινόν.… … Dictionary of Greek
πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις … Dictionary of Greek